αναιώνιος — α, ο [αιώνιος] αιώνιος, διαρκής, άφθαρτος, ακατάλυτος … Dictionary of Greek
αναιώνιος — α, ο (επιτατ. ανά + αιώνιος), αιώνιος, ακατάλυτος: Τα παπούτσια αυτά αποδείχτηκαν αναιώνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)